Κατά τη διάρκεια του έργου του κοντά σε ασθενείς, που βρίσκονται στα πρόθυρα του θανάτου, ενδέχεται ο θεραπευτής να δοκιμάζει ένα αίσθημα ανωφελείας. Είναι άραγε δυνατό να γνωρίζει επακριβώς τι πρέπει να κάνει; Πρέπει να συνεχίσει την προσπάθειά του για να βοηθήσει τη μόλις απελευθερωθείσα ψυχή να προχωρήσει στο φως; Παρόλη τη γνώση του και μπορεί να είναι μεγάλη και παρά τη φλογερή του επιθυμία να βοηθήσει τον αποχωρούντα, δε φαίνεται να μπορεί να κάνει κάτι, παρά να παραμερίσει με ένα αίσθημα τέλειας ματαιότητας, ενώ ο αγαπημένος περνά την πύλη που οδηγεί σε τι, αδελφέ μου;
Μπορούμε να φθάσουμε ως τις πύλες, αλλά φαίνεται προς το παρόν ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε περισσότερο. Ακόμη και η βαθιά ριζωμένη πίστη στην επιβίωση της αθάνατης ψυχής αποδεικνύεται ανεπαρκής και χρησιμεύει μόνο για να παρηγορήσει προσωπικά τον υπηρετούντα θεραπευτή, αλλά δεν αρκεί για να του αποκαλύψει τι είδους βοήθεια μπορεί να δώσει. Λίγα μπορώ να πω καθώς περιμένουμε τη σημαντική αυτή εποχή την επικείμενη αποκάλυψη. Η αποκάλυψη αυτή είναι αναπόφευκτη και βέβαιη και τέτοια ερωτήματα δε θα ανακύπτουν μετά κάποια χρόνια. Για το επικείμενο αυτό γεγονός η αυξανόμενη ευαισθησία της φυλής προς τις λεπτοφυέστερες όψεις της ζωής και οι πολλές έρευνες που διεξάγονται σε κάθε πλευρά, αποτελούν την επί του φυσικού πεδίου εγγύηση. Η μεγάλη αυτή αλήθεια και η εγγύησή της διατηρείται σταθερά μπροστά μας στην ιστορία της “ένδοξης ανάστασης του Χριστού” και στη μετά θάνατον εμφάνισή Του καθώς και στο ισχυρό, αλλά που τόσο λίγο γίνεται κατανοητό τυπικό του υπέροχου βαθμού στον Τεκτονισμό, όπου ο Διδάσκαλος “εγείρεται”.
Η βοήθεια τη στιγμή της “εισόδου στο φως” εξαρτάται κυρίως από δύο πράγματα: Πρώτο, από το βαθμό της στενής επαφής μεταξύ του θνήσκοντος προσώπου και εκείνου που παρακολουθεί και το επίπεδο στο οποίο η επαφή αυτή είναι ισχυρότερη. Δεύτερο, από την ικανότητα του επαγρυπνούντος να αποσπάται και να αποσυνδέεται από τα αισθήματά του και να ταυτίζεται με μια πράξη αγνής ανιδιοτελούς θέλησης με το πρόσωπο που πεθαίνει. Δεν είναι πραγματικά δυνατό να συμβεί κάτι από τα παραπάνω, όταν ο δεσμός μεταξύ των δύο είναι καθαρά συναισθηματικός ή βασίζεται σε μια σχέση του φυσικού πεδίου. Η επαφή πρέπει να είναι βαθύτερη και ισχυρότερη από αυτή. Πρέπει να είναι μια προσωπική επαφή σ’ όλα τα πεδία. Όπου υπάρχει αληθινή ψυχική επαφή και επαφή προσωπικότητας, τότε το πρόβλημα είναι μικρό. Αλλά αυτή σπάνια συναντάται. Ωστόσο σας έδωσα εδώ έναν υπαινιγμό.
Πρέπει επίσης το πρόσωπο που επαγρυπνεί να μειώνει στο ελάχιστο τη διαδικασία της σκέψης του. Εκείνο που απαιτείται και είναι προς το παρόν εφικτό, είναι απλά να μεταφέρουμε το ετοιμοθάνατο πρόσωπο σε ένα συνεχώς πιο βαθύ ρεύμα αγάπης. Με τη δύναμη της δημιουργικής φαντασίας και όχι με διανοητικές έννοιες, ανεξάρτητα πόσο υψηλές, πρέπει ο ετοιμοθάνατος να βοηθηθεί ν’ απορρίψει το εξωτερικό ένδυμα στο οποίο είχε φυλακισθεί και με το οποίο εργάσθηκε στη διάρκεια της ζωής. Αυτό συνεπάγεται μια πράξη αγνής αυτοπαραγνώρισης για την οποία λίγοι είναι ακόμη ικανοί. Οι περισσότεροι άνθρωποι παρασύρονται από φόβο ή από μια ισχυρή επιθυμία να κρατήσουν πίσω το αγαπημένο πρόσωπο ή από τις αναγκαίες δραστηριότητες για την ανακούφιση του πόνου και της επιθανάτιας αγωνίας·και παρεκκλίνουν από το σκοπό τους τρομάζουν επίσης από τα βάθη της άγνοιάς τους για την “τεχνική του θανάτου” όταν αντιμετωπίζουν την κρίσιμη αυτή κατάσταση είναι ανίκανοι να δουν τι βρίσκεται πέρα από τις θύρες του θανάτου και παρασύρονται από τη νοητική αβεβαιότητα που αποτελεί τμήμα της μεγάλης πλάνης.
Δεν υπάρχει, όπως ξέρουμε, ασφαλής προσέγγιση σ’ αυτή τη διαδικασία του θανάτου. Όλα είναι αβέβαια και σε σύγχυση. Αλλά αυτό θα τελειώσει σύντομα και ο άνθρωπος θα γνωρίζει κι επίσης θα βλέπει. Όσον αφορά σε εκείνους που έχουν περάσει στο φως και θέλετε να βοηθήσετε, παρακολουθήστε τους με την αγάπη σας, ενθυμούμενοι ότι είναι ακόμη οι ίδιοι άνθρωποι όπως και πριν να αποβάλουν τον εξωτερικό περιοριστικό χιτώνα του σώματος. Υπηρετήστε τους, αλλά μη ζητάτε να υπηρετήσουν την ανάγκη σας γι’ αυτούς. Πηγαίνετε σ’ αυτούς, αλλά μη ζητάτε να τους φέρετε πίσω σε σας. Η ζωή του φυσικού πεδίου είναι το καθαρτήριο και η πείρα της ζωής είναι το σχολείο της δραστικής πειθαρχίας. Ας μη φοβόμαστε το θάνατο, ούτε ό,τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτόν. Ο συνετός μαθητής εργάζεται στο πεδίο της υπηρεσίας, αλλά προσβλέπει συνεχώς μπροστά στην αυγή του “διαυγούς ψυχρού φωτός” μέσα στο οποίο κάποια μέρα θα εισέλθει και έτσι θα κλείσει για λίγο το κεφάλαιο του πυρετού, της τριβής και της οδύνης της γήινης ζωής.
Υπάρχουν όμως σήμερα άλλες φάσεις εμπειρίας της ζωής, κατά τις οποίες αναπτύσσεται στον εξυπηρετητή η αίσθηση της ματαιότητας και της ματαιοπονίας. Από τη σκοπιά του μαθητή θα μπορούσαμε να διαιρέσουμε τους νοήμονες ανθρώπους σε τρεις ομάδες, απαλείφοντας ταυτόχρονα από τη σκέψη μας το νεκρό βάρος των μη σκεπτόμενων μαζών που καταγράφουν την επιθυμία, αλλά που δε δοκιμάζουν ακόμη αισθήματα ματαιότητας ή ματαιοπονίας. Επιθυμούν και ικανοποιούνται ή επιθυμούν και απογοητεύονται ή ζηλεύουν ή οργίζονται μ’ εκείνους που φαίνεται ότι κατέχουν όσα εκείνοι θέλουν και ζητούν και τα οποία δελεάζουν τη ζωή των αισθήσεων.
Οι τρεις ομάδες είναι:
Οι ολοκληρωμένες και νοήμονες προσωπικότητες που είναι φιλόδοξες και προωθούνται συνειδητά, αλλά που αισθάνονται τη ματαιοπονία. Η ματαιοπονία αυτή οφείλεται είτε στις παγκόσμιες συνθήκες που είναι πολύ ισχυρές γι’ αυτές, ή στην επιβολή πάνω τους των άγρυπνων ψυχών τους οι οποίες παρεμβάλλουν εμπόδια στο δρόμο τους για να τις οδηγήσουν στο φως.
Οι άνθρωποι με μυστικιστική κλίση και οι ορθά προσανατολισμένοι οραματιστές που δεν έχουν ακόμη δομήσει τη νοητική εκείνη σκαλωσιά που θα τους κάνει ικανούς να υλοποιήσουν καταλλήλως το όραμά τους μέσω ορθών διαδικασιών σκέψης. Υπάρχουν πολλοί σήμερα και η περίπτωσή τους δεν είναι εύκολη.
Οι μαθητές και ζηλωτές που επιχειρούν να εργασθούν στο πεδίο του κόσμου, οι οποίοι όμως εξαιτίας καρμικών περιορισμών, κακής εφαρμογής του νόμου, ή κάποιας βασικής αδυναμίας της προσωπικότητας, δεν επιτυγχάνουν ποτέ σ’ αυτή τη ζωή το σκοπό τους και έτσι καταλαμβάνονται από μια καταθλιπτική αίσθηση ματαιότητας.
Πέρα από τις τρεις αυτές τάξεις που δρουν σαν ο αντίθετος πόλος των αγωνιζόμενων μαζών, βρίσκονται οι ολοκληρωμένοι εργαζόμενοι μαθητές του κόσμου, που επιτυγχάνουν και οι οποίοι είναι πολύ απασχολημένοι και προσηλωμένοι για να σπαταλούν χρόνο σε αισθήματα κατωτερότητας ή σε λάθη και αποτυχίες. Συνεπώς με την ορθή ένταξη των ανθρώπων που έρχονται σε σας για βοήθεια στη μια ή την άλλη από τις τρεις αυτές κατηγορίες, επιτρέποντας στο νου σας τη δυνατότητα να περάσουν σε άλλη κι ανώτερη κατηγορία, θα γίνετε ικανοί να τους βοηθήσετε με περισσότερη νοημοσύνη. Ένα μεγάλο μέρος του συμπλέγματος κατωτερότητας που επηρεάζει τόσους πολλούς ανθρώπους σήμερα οφείλεται κυρίως στην αντίδρασή τους στις εισρέουσες πνευματικές επιδράσεις. Οι άνθρωποι αυτοί γνωρίζουν ότι αξίζουν περισσότερο από τις επιτεύξεις τους αντιλαμβάνονται ασυνείδητα και σιωπηλά τη Θειότητά τους, αλλά οι περιορισμοί των περιστάσεων και τα εμπόδια της σωματικής φύσης είναι ακόμη πολύ μεγάλα για ορθή ανταπόκριση στην ευκαιρία και την πραγματικότητα.
Αναζητήστε αυτές τις ψυχές και βοηθήστε τις με αληθινή κατανόηση και με εκτίμηση και συνεργασία και έτσι διαλύστε την πλάνη της μη επίτευξης που ακολουθεί τα βήματά τους. Αλλά η επιδειξιομανία και οι νευρασθενικές ψευδαισθήσεις πρέπει να θεραπευθούν πρωτίστως με ατομική προσπάθεια, με αποκέντρωση, με μεταφορά ενδιαφέροντος και ανιδιοτέλεια. Οι νευρασθενικές τάσεις φαίνεται ν’ αυξάνουν αντί να ελαττώνονται, όμως για λίγο ακόμη χρόνο, γιατί τέτοια είναι η ένταση κάτω από την οποία εργάζεται σήμερα ο άνθρωπος. Η τωρινή παγκόσμια κατάσταση τον αναγκάζει να βρίσκει δρόμους διαφυγής και να προσφεύγει στη θεραπευτική δύναμη της δικής του δημιουργικής φαντασίας. Η αποδέσμευση έρχεται δια της αποδοχής του δράματος του συνόλου και όχι του μέρους και δια της σταθερής απασχόλησης σε δημιουργικό έργο πάνω στο φυσικό πεδίο. Αργότερα θα χρησιμοποιηθούν μέθοδοι εκγύμνασης και τα στοιχειώδη τους στάδια διαφαίνονται ήδη στο έργο των ψυχολόγων του κόσμου.
Από το βιβλίο ‘ΕΣΩΤΕΡΑ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ’ ΣΕΛ. 375– 379, ΑΛΙΚΗ ΜΠΕΪΛΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ