Ο Μύθος
Ο μεγάλος Προεστός μέσα στην Αίθουσα Συμβουλίου του Κυρίου συλλογιζόταν τη φύση του υιού του ανθρώπου που είναι και Υιός του Θεού. Σκεπτόταν τι χρειαζόταν για να τον κάνει να μοιάζει πιο πολύ στον Πατέρα του. “Κάποιο άλλο άθλο θα πρέπει να φέρει σε πέρας. Έχει ανάγκη από ισορροπία και υγιή κρίση και προετοιμασία για μια μεγάλη δοκιμασία και μελλοντική υπηρεσία στην Φυλή των ανθρώπων. Γι’ αυτό ας προετοιμαστεί με προσοχή.” Ο Δάσκαλος, σημειώνοντας στον πίνακά του το σκοπό της επόμενης δοκιμασίας, πήγε και μίλησε στον Ηρακλή. “Προχώρα Υιέ μου και πιάσε τον άγριο κάπρο. Σώσε μια ερημωμένη χώρα, βρες ακόμη και την ώρα για να φας.”
Και ο Ηρακλής προχώρησε. Ο Ηρακλής, που είναι υιός του ανθρώπου, αλλά και Υιός του Θεού, πέρασε μέσα από την έβδομη Πύλη. Η δύναμη του έβδομου ζωδιακού σημείου τον διαπέρασε. Δεν γνώριζε ότι αντιμετώπιζε μια διπλή δοκιμασία: τη δοκιμασία της σπάνιας φιλίας και τη δοκιμασία του άφοβου θάρρους. Ο Δάσκαλος του έδωσε οδηγίες ν’ αναζητήσει έναν κάπρο και ο Απόλλωνας του έδωσε ένα είδος νέου τόξου να χρησιμοποιήσει. Ο Ηρακλής είπε: “Δεν θα το πάρω μαζί μου στο Δρόμο, γιατί φοβάμαι ότι θα σκοτώσω. Στον τελευταίο μου άθλο στις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας έσφαξα και σκότωσα. Αυτή τη φορά δεν σφάζω. Αφήνω το τόξο”.
Έτσι άοπλος, εκτός από το πιστό του ρόπαλο, σκαρφάλωσε στο απόκρημνο βουνό, ζητώντας τον κάπρο και βλέποντας παντού σημάδια φόβου και τρόμου. Αναρριχήθηκε ψηλά και ακόμη ψηλότερα. Και σε λίγο συνάντησε ένα φίλο. Πάνω στο δρόμο, συναντήθηκε με το Φώλο, έναν από την ομάδα των Κενταύρων, γνωστό στους Θεούς. Σταμάτησαν και μίλησαν και για λίγο ο Ηρακλής ξέχασε το αντικείμενο της έρευνάς του. Ο Φώλος φώναξε τον Ηρακλή, προσκαλώντας τον ν’ ανοίξει ένα βαρέλι κρασί, που δεν ήταν δικό του, ούτε του Φώλου. Το μεγάλο αυτό βαρέλι φάνηκε στην ομάδα των Κενταύρων . Από τους Θεούς, που το δώρισαν, ακούστηκε μια φωνή που έλεγε ότι το βαρέλι δεν έπρεπε ν’ ανοιχτεί ποτέ, παρά μόνο όταν όλοι οι Κένταυροι θα ήταν συγκεντρωμένοι και όλοι παρόντες. Το βαρέλι ανήκε σ’ όλους, ανήκε στην ομάδα. Όμως ο Ηρακλής και ο Φώλος το άνοιξαν κατά την απουσία των αδελφών τους και κάλεσαν τον Χείρωνα, έναν άλλο σοφό Κένταυρο, να έρθει και να συμμετάσχει στο γλέντι τους. Αυτό και έκανε, και οι τρεις μαζί έπιναν και γλεντούσαν και ξεφάντωναν κάνοντας πολλή φασαρία. Οι άλλοι Κένταυροι άκουγαν το θόρυβο από μακριά.
Θύμωσαν μεταξύ τους και έγινε άγρια μάχη και αντί να πάρουν σωστές αποφάσεις, πάλι ο υιός του ανθρώπου που ήταν και Υιός του Θεού έγινε αφορμή θανάτου και έσφαξε τους φίλους του, τους δύο Κένταυρους που γλεντούσαν μαζί. Και ενώ οι άλλοι Κένταυροι εκδήλωναν τη λύπη τους με δυνατούς θρήνους, ο Ηρακλής διέφυγε πάλι στα ψηλά βουνά, συνεχίζοντας την έρευνά του. Πήγαινε ψηλά, εκεί που αρχίζουν τα χιόνια, ακολουθώντας τα ίχνη του άγριου κάπρου. Τον ακολούθησε στα ύψη με το δριμύ κρύο, αλλά δεν τον είδε. Η νύχτα προχωρούσε και ένα - ένα έβγαιναν τα άστρα, αλλά ο κάπρος βρισκόταν ακόμη σε μεγάλη απόσταση. Ο Ηρακλής συλλογιζόταν βαθιά για το έργο του και σκεπτόταν να βρει μια ευφυή διέξοδο. Με επιδεξιότητα έστησε μια παγίδα, έξυπνα κρυμμένη και μετά περίμενε σε μια σκοτεινή σκιά το πέρασμα του κάπρου. Οι ώρες περνούσαν και ακόμη περίμενε ακίνητος μέχρι που χάραξε η αυγή. Ο κάπρος ξεπρόβαλε από τη φωλιά του, γυρεύοντας τροφή, γιατί ήταν πολύ πεινασμένος. Κοντά στην παγίδα, στην σκιά περίμενε ο υιός του ανθρώπου. Ο κάπρος έπεσε στην παγίδα και ο Ηρακλής την κατάλληλη στιγμή απελευθέρωσε το άγριο θηρίο, αιχμαλωτίζοντάς το με την τέχνη του. Πάλεψε με τον κάπρο και τον νίκησε. Έτσι πραγματοποίησε εκείνο που είχε πει.
Ο Ηρακλής ύστερα πήρε το δρόμο που επιθυμούσε. Κατέβηκε από τη χιονισμένη κορυφή του ψηλού βουνού, χαρούμενος οδηγώντας στο δρόμο τον άγριο αλλά τιθασευμένο πια κάπρο. Κρατώντας τον από τα δύο πισινά πόδια, οδηγούσε τον κάπρο και όλοι που ήσαν πάνω στο βουνό, γελούσαν με το θέαμα. Όλοι όσοι συναντούσαν τον υιό του ανθρώπου, που είναι ο Υιός του Θεού, να τραγουδά και να χορεύει στον Δρόμο, γελούσαν πολύ βλέποντας πώς προχωρούσαν οι δύο. Και στην πόλη γελούσαν όλοι, βλέποντας το ίδιο θέαμα, τον κλονισμένο και εξαντλημένο κάπρο και τον γελαστό και χαρούμενο άνθρωπο. Έτσι εκτέλεσε ο Ηρακλής τον έβδομο άθλο και γύρισε πίσω στο Δάσκαλο της ζωής του. Ο μεγάλος Προεστός μέσα από την Αίθουσα Συμβουλίου του Κυρίου σχολίασε: “Το μάθημα της αληθινής ισοστάθμισης μαθεύτηκε. Μένει ακόμη ένα μάθημα. Στην ένατη Πύλη πρέπει να ξανασυναντηθεί με τον Κένταυρο και να το ξέρει και να το καταλάβει καλά”. Ο Δάσκαλος είπε στον Ηρακλή: “Ο έβδομος άθλος περατώθηκε, πέρασες την έβδομη Πύλη. Συλλογίσου βαθιά στα μαθήματα του παρελθόντος. Συλλογίσου βαθιά στις δοκιμασίες σου, Υιέ μου. Δύο φορές σκότωσες αυτό που έπρεπε να αγαπάς. Μάθε γιατί”. Ο Ηρακλής έμεινε μέσα στις Πύλες της πόλης και εκεί προετοιμάστηκε για εκείνο, που αργότερα έπρεπε να γίνει. Προετοιμάστηκε για την υπέρτατη δοκιμασία.
Ο ΘΙΒΕΤΑΝΟΣ
Από το βιβλίο 'ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ’ ΑΛΙΚΗΣ ΜΠΕΙΛΗ, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ |