O ΜΥΘΟΣ
Ο Mεγάλος Προεστός κάλεσε το Δάσκαλο που παρακολουθούσε τον Ηρακλή. “Ο καιρός πλησιάζει”, είπε. “Πώς περνά ο υιός του ανθρώπου που είναι καιYιός του Θεού; Προετοιμάστηκε να προχωρήσει πάλι με τόλμη για να δοκιμάσει το θάρρος του με άλλου είδους εχθρό; Μπορεί τώρα να περάσει μέσα από την έκτη Πύλη;” Ο Δάσκαλος απάντησε: “Ναι”. Ήταν βέβαιος ότι όταν ο λόγος εκφερόταν, ο μαθητής θα αναλάμβανε νέο άθλο και αυτό είπε ο Μεγάλος Προεστός στην Αίθουσα Συμβουλίου του Κυρίου. Έπειτα ο λόγος ακούστηκε. “Σήκω, Ηρακλή, και πέρασε μέσα από την έκτη μεγάλη Πύλη.”
Άλλη μια προτροπή ακούστηκε, όχι όμως για τον Ηρακλή, αλλά για εκείνους που κατοικούσαν στα παράλια της Μεγάλης θάλασσας. Τους αφουγκράστηκαν και άκουσαν με προσοχή. Στις παραλίες αυτές κατοικούσε η μεγάλη βασίλισσα, που βασίλευε σ’ όλες τις γυναίκες του τότε γνωστού κόσμου. Ήταν οι υποτελείς της και οι γενναίες πολεμίστριές της. Στο βασίλειό της δε βρισκόταν κανένας άνδρας. Μόνο γυναίκες περιστοίχιζαν τη βασίλισσά τους. Μέσα στο Ναό της Σελήνης λάτρευαν καθημερινά και θυσίαζαν στον Άρη, το Θεό του πολέμου. Επέστρεφαν από την ετήσια επίσκεψή τους στα λημέρια των ανδρών.
Στα διαμερίσματα του ναού περίμεναν να μιλήσει η Ιππολύτη, η βασίλισσά τους, που στεκόταν στα σκαλοπάτια ενός ψηλού βωμού, φορώντας τη ζώνη που της έδωσε η Αφροδίτη, η Θεά της Αγάπης. Η ζώνη αυτή ήταν ένα σύμβολο ενότητας, που κατακτήθηκε με αγώνες. Ήταν ένα σύμβολο της Μητρότητας και του ιερού Παιδιού στο οποίο στρέφεται αληθινά κάθε ανθρώπινη ψυχή. “Ο λόγος εκφωνήθηκε”, είπε η Ιππολύτη. “Είναι στο δρόμο και έρχεται ένας πολεμιστής, του οποίου το όνομα είναι Ηρακλής. Είναι υιός του ανθρώπου που είναι και ένας Υιός του Θεού. Σ’ αυτόν πρέπει να παραδώσω τη ζώνη που φορώ. Πρέπει να υπακούσουμε στο λόγο, Αμαζόνες, ή πρέπει να πολεμήσουμε το λόγο του Θεού;” Καθώς οι Αμαζόνες άκουγαν με προσοχή τα λόγια της και συλλογίζονταν το πρόβλημα, αντήχησε πάλι μια φωνή, λέγοντας ότι ήταν εκεί, πριν την ώρα του, περιμένοντας, να πάρει την ιερή ζώνη της φιλοπόλεμης βασίλισσας. Η Ιππολύτη, η φιλοπόλεμη βασίλισσα, βάδισε προς τον Υιό του Θεού που ήταν και υιός του ανθρώπου. Ο Ηρακλής πολέμησε και αγωνίστηκε μαζί της και δεν άκουσε τα ωραία λόγια που η Ιππολύτη προσπάθησε να του πει. Απέσπασε από εκείνη την ζώνη, παρ’ όλο που την είδε να κρατά την ζώνη στα χέρια της, έτοιμη να του την προσφέρει σαν δώρο, δίνοντάς του το σύμβολο της ενότητας και της αγάπης. Το σύμβολο της θυσίας και της πίστης.Της άρπαξε την ζώνη και την έσφαξε, σκοτώνοντας εκείνη που του χάριζε ό,τι είχε ζητήσει.
Καθώς στεκόταν δίπλα στη βασίλισσα, που πέθαινε, έντρομος για ό,τι είχε κάνει, άκουσε το Δάσκαλό του να λέγει: “Υιέ μου, γιατί σκοτώνεις εκείνο που χρειάζεσαι, τον πλησίον σου και αγαπητό, εκείνον που αγαπάς, εκείνον που σου έδωσε ωραία δώρα, τον φύλακα του εφικτού; Tη μητέρα του ιερού Παιδιού; Πάλι σημειώνουμε ένα λάθος. Πάλι δεν κατάλαβες. Εξιλέωσε από την στιγμή αυτή, προτού ξαναζητήσεις να με αντιμετωπίσεις.” Σιωπή ακολούθησε, και ο Ηρακλής σφίγγοντας τη ζώνη στο στήθος του, ζήτησε το δρόμο προς το σπίτι του, αφήνοντας τις γυναίκες περίλυπες, χωρίς αρχηγό και χωρίς αγάπη. Ο Ηρακλής ήρθε πάλι στις ακτές της Μεγάλης Θάλασσας. Κοντά στη βραχώδη ακτή είδε ένα τέρας του βυθού, που κρατούσε στα σαγόνια του τη δύστυχη Ησιόνη.Οι κραυγές και οι στεναγμοί της έφταναν στα ουράνια και άγγιζαν τα αυτιά του Ηρακλή που ήταν χαμένος μέσα στη λύπη και βάδιζε χωρίς να καταλαβαίνει που πάει.
Πρόθυμα ώρμησε να τη βοηθήσει, ήταν όμως πολύ αργά. Η Ησιόνη εξαφανίστηκε μέσα στο σπηλαιώδες στόμα αυτού του θαλάσσιου τέρατος, που είχε τόσο φοβερή φήμη. Ξεχνώντας όμως τον εαυτό του, αυτός ο υιός του ανθρώπου που ήταν και Υιός του Θεού, αντιμετώπισε τα κύματα και έφτασε το τέρας, που με ανοιχτό στόμα στράφηκε στον άνθρωπο με άγρια επιθετικότητα και βαρύ μουγκρητό. Ο Ηρακλής ώρμησε μέσα στο κατακόκκινο αυλάκι του λαιμού του, ψάχνοντας την Ησιόνη. Την βρήκε βαθιά μέσα στην κοιλιά του κήτους. Την άρπαξε με το αριστερό του χέρι και την κράτησε κοντά του, ενώ με το πιστό σπαθί του έσκαβε το δρόμο για να την βγάλει από την κοιλιά του τέρατος και να τη φέρει στο φως της μέρας. Και την έσωσε, αντισταθμίζοντας με τον τρόπο αυτό την προηγούμενη θανατηφόρο πράξη του. Γιατί τέτοια είναι η ζωή: μια πράξη θανάτου, μια πράξη ζωής, με τον τρόπο αυτό οι υιοί των ανθρώπων που είναι και Υιοί του Θεού διδάσκονται σοφία, ισορροπία και τον τρόπο να συμπορεύονται με τον Θεό. Έξω από το Δώμα του Συμβουλίου του Κυρίου ο μεγάλος Προεστός παρακολουθούσε.
Και ο Δάσκαλος επίσης παρακολουθούσε από τη θέση του. Ο Ηρακλής πέρασε πάλι μέσα από την έκτη Πύλη και βλέποντας αυτόν, τη ζώνη και την κόρη, ο Δάσκαλος μίλησε και είπε: “Ο έκτος άθλος τελείωσε. Σκότωσες εκείνο που σε αγαπούσε που χωρίς να ξέρει και χωρίς να γνωρίζει σου έδωσε την αγάπη και τη δύναμη που χρειαζόσουν. Έσωσες εκείνο που σε χρειαζόταν και έτσι πάλι τα δύο είναι ένα. Συλλογίσου πάλι τους δρόμους της ζωής και σκέψου τους τρόπους του θανάτου. Πήγαινε ν’ αναπαυθείς, Υιέ μου”.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ», ΑΛΙΚΗΣ ΜΠΕΪΛΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ |